νεαύξητος

νεαύξητος
νεαύξητος, ον,
A gloss on νεαλδής, Sch.Opp.H.1.692.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεαύξητος — νεαύξητος, ον (Α) αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα, νεοαύξητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αύξητος (< αὔξω), πρβλ. αν αύξητος, δυσ αύξητος] …   Dictionary of Greek

  • νεαυξήτους — νεαύξητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”